- καλαμπαλίκι
- το(λ. τουρκ.)1. πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων που προξενούν θόρυβο ή ενόχληση, σωρός, οχλαγωγία.2. μτφ., στον πληθ., καλαμπαλίκια τα αχαμνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.